- ξόρκισμα
- το [ξορκίζω]ξόρκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξόρκισμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξορκίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμέτρημα — το [ξεμετρώ] ξόρκισμα … Dictionary of Greek
ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα … Dictionary of Greek
παραστιχίς — ίδος, ἡ, Α 1. (ιδίως για σύντομα ποιήματα ή στίχους) ό,τι είναι γραμμένο παραπλεύρως, στο πλάι, η ακροστιχίδα 2. (για μαγική συνταγή) ξόρκι, ξόρκισμα, εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στίχος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek